καταβρίζω

καταβρίζω
(I)
βρίζω κάποιον με άσχημο τρόπο, χρησιμοποιώ πολλές και σκληρές βρισιές.
————————
(II)
καταβρίζω (Α)
κοιμάμαι (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + βρίζω (ΙΙ) «κοιμάμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταβρίξας — καταβρίξᾱς , καταβρίζω fall asleep aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”